Κωπηλατώντας στον ποταμό Κόνγκο της Λαϊκής Δημοκρατίας του
Κονγκό. Μετά τον Αμαζόνιο, είναι ο ποταμός που διοχετεύει τον Ατλαντικό με το
περισσότερο γλυκό νερό στον πλανήτη.
Η σχέση του Κονγκό με τη Δύση ξεκινά τον 16ο αιώνα με τους
Πορτογάλους εξερευνητές, ωστόσο δεν θα έπεφτε κάποιος έξω εάν άρχιζε πολύ
αργότερα, τον 19ο αιώνα. Για την ακρίβεια, η ιστορία της απέραντης αυτής χώρας
είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με ένα όνομα: Χένρι Μόρτον Στάνλεϊ. Αν δεν τον
γνωρίζετε, υπήρξε ο πιο διάσημος δημοσιογράφος της βικτωριανής εποχής.
Πολιτογραφημένος Αμερικανός, αλλά με ουαλλικό αίμα, εγκαταλελειμμένο από τους
γονείς του παιδί με το στίγμα του «μπάσταρδου» να τον έχει στιγματίσει ισοβίως,
ο Στάνλεϊ πέτυχε το δημοσιογραφικό scoop του αιώνα με τον εντοπισμό του
Σκωτσέζου εξερευνητή Ντέιβιντ Λίβινγκστον στα βάθη της αφρικανικής ζούγκλας το
1871.
Ωστόσο, το μεγαλύτερο κατόρθωμά του ήρθε τρία χρόνια
αργότερα, όταν ως ανταποκριτής της αγγλικής εφημερίδας Telegraph και της
αμερικανικής The New York Herald, εξερεύνησε επί τρία συναπτά έτη (1874-1877)
την καρδιά της αφρικανικής ηπείρου, διανύοντας τα 3.000 χιλιόμετρα
του ποταμού Κόνγκο και διεισδύοντας σε μια απέραντη, σκοτεινή, άγρια περιοχή
οργιώδους βλάστησης, αφόρητης υγρασίας και αναρίθμητων ασθενειών και μολύνσεων,
στην οποία δεν είχε προηγουμένως πατήσει λευκός. Εως τότε οι διάφορες
ευρωπαϊκές εξερευνητικές αποστολές εξαντλούνταν στις ακτές της ηπείρου. Ο
Στάνλεϊ, όμως, είχε φτάσει στην καθαρή «καρδιά του σκότους», στον ποταμό «που
καταπίνει όλους τους ποταμούς».
Τυχοδιωκτικός τύπος, ο Στάνλεϊ μετανάστευσε από την Αγγλία στην Αμερική στα 18
του, βρέθηκε να πολεμά... και από τις δύο πλευρές του αμερικανικού εμφυλίου και
στη συνέχεια να καλύπτει ως πολεμικός ανταποκριτής τις σφαγές των Ινδιάνων.
Ισως λοιπόν να μην είναι τυχαίο ότι κατά την εξερεύνηση του Κονγκό θα
χρησιμοποιήσει με χαρακτηριστική ευκολία βίαιες μεθόδους εις βάρος άοπλων
ιθαγενών, συχνά γυναικόπαιδων. Αλλά εκείνη την εποχή κάτι τέτοιο απλώς
εθεωρείτο δεδομένο και λίγα χρόνια αργότερα η ίδια η βασίλισσα Βικτωρία τον
παρασημοφόρησε.
Παραδόξως, οι εκκλήσεις του προς τις βρετανικές αρχές για εκμετάλλευση της
Αφρικής δεν έπιασαν τόπο. Υπήρξε όμως κάποιος που «τσίμπησε», διαβάζοντας τα
συναρπαστικά ρεπορτάζ και τις εξωτικές ανταποκρίσεις του: ο βασιλιάς του
Βελγίου Λεοπόλδος Β΄, ο οποίος είδε αίφνης λαμπρό μέλλον για το Βέλγιο – ένα
νεαρό ευρωπαϊκό κράτος που είχε γεννηθεί μόλις το 1830 και αποζητούσε μιαν αποικία.
Ο Λεοπόλδος προσκάλεσε τον Στάνλεϊ στις Βρυξέλλες, επιφυλάσσοντάς του φιλοξενία
πλουσιοπάροχη. Οι δύο άνδρες συμφώνησαν σε όλα και ο Στάνλεϊ έγινε ο άνθρωπος
του Λεοπόλδου στο στήσιμο της τεράστιας αποικίας από το μηδέν. Πρωτεύουσα της
χώρας ορίστηκε η Κινσάσα, η οποία πήρε το όνομα Λεόπολντβιλ και η άλλη,
μετέπειτα μεγάλη, εμβληματική πόλη της, το Κισαγκάνι, πήρε το όνομα
Στάνλεϊβιλ...
Ουράνιο για τη Χιροσίμα
Το πόσο πλούσια γη ήταν (και παραμένει) το Κονγκό σε μεταλλεύματα ειδικά είναι
πλέον ευρύτερα γνωστό. Διόλου συμπτωματικά, το ουράνιο για τις ατομικές βόμβες
που ρίχθηκαν στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι προέρχονταν από ένα ορυχείο της
περιοχής της Κατάνγκα και ήταν τα αποθέματα χαλκού στην ίδια περιοχή που
χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον για την ανοικοδόμηση της Ευρώπης και της Ιαπωνίας
μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (τα κέρδη της οποίας καρπώθηκε το Βέλγιο).
Εννοείται ότι η πρωτοβουλία του Λεοπόλδου βρήκε μιμητές: μέσα στις επόμενες
δεκαετίες, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Βρετανία είδαν
αλλιώς την Αφρική και σε μια μεγάλη διάσκεψη στο Βερολίνο το 1885 συμφωνήθηκε ο
τεμαχισμός της ηπείρου. Το Κονγκό ειδικότερα ανακηρύχθηκε ελεύθερο κράτος –
κατ’ ευφημισμόν, διότι στην πραγματικότητα η αχανής αυτή έκταση δεν ανήκε στο
Βέλγιο αλλά αποκλειστικά και μόνον στον ίδιο τον Λεοπόλδο.
Ετσι ξεκίνησε ένας ξέφρενος χορός αίματος, με την εκμετάλλευση των πλούσιων
πρώτων υλών της χώρας (ελεφαντόδοντο, καουτσούκ αρχικά, μεταλλεύματα αργότερα)
από τον Βέλγο ηγεμόνα. Οι διαταγές που έφταναν στα κατώτερα κλιμάκια των
απεσταλμένων αλλά και των ντόπιων φυλάρχων του Βέλγου βασιλιά ήταν σαφείς: οι
ιθαγενείς θα έπρεπε να τους προμηθεύουν με τα ανάλογα αποθέματα. Σε περίπτωση
αποτυχίας, τους περίμενε σκληρή τιμωρία. Κάπως έτσι, άρχισαν σιγά σιγά να κυκλοφορούν
φωτογραφίες με άπειρα κομμένα χέρια και μαρτυρίες ιεραποστόλων για ξεκληρισμένα
χωριά, προκαλώντας την οργή και την αγανάκτηση των ανθρωπιστικών συλλόγων της
εποχής καθώς και ξένων κυβερνήσεων. Από το 1895 έως το 1905 υπολογίζεται ότι
δολοφονήθηκαν συνολικά πάνω από τρία εκατομμύρια ιθαγενείς του Κονγκό.
Στο σημείο αυτό μπαίνει στην ιστορία ένα ακόμη όνομα: αυτό του Αμερικανού
συγγραφέα Μαρκ Τουέιν. Στην πολύ πρόσφατη έκδοση «Τυράννων μονόλογοι»,
περιλαμβάνεται η περίφημη πολεμική του, γεμάτη καυστικό χιούμορ, με τίτλο «Ο
μονόλογος του βασιλιά Λεοπόλδου». Κυκλοφόρησε το 1905, σε μια εποχή που
επικρατούσε διεθνής κατακραυγή για τις πρακτικές που ακολουθούσε ο Λεοπόλδος
στο Κονγκό.
Βεβαίως, μερικά χρόνια πριν από τον Τουέιν, είχε προηγηθεί η έκδοση της νουβέλας
«Η καρδιά του σκότους» (1899) του Τζόζεφ Κόνραντ όπου και εκεί γίνεται σαφής
αναφορά στις κτηνωδίες που διαπράττονταν στην Κεντρική Αφρική. Ο ίδιος ο
Κόνραντ είχε το 1892 προσληφθεί από βελγική εταιρεία για να εργαστεί σε
ατμόπλοιο στον ποταμό Κόνγκο και είχε δει από πρώτο χέρι τι συνέβαινε.
Η διεθνής –αλλά και εντός του Βελγίου– κατακραυγή υποχρέωσε τον Λεοπόλδο σε
αναδίπλωση: το 1908 το ελεύθερο κράτος του Κονγκό έγινε επίσημα αποικία του
Βελγίου με την ονομασία Βελγικό Κονγκό. Οι συνθήκες βελτιώθηκαν αισθητά αλλά
πολλές από τις ξένες εθνότητες που δημιούργησαν κοινότητες στο Κονγκό (μεταξύ
αυτών μια επί σειρά πολλών δεκαετιών ακμάζουσα ελληνική κοινότητα) θυμούνται
ακόμα τη σκληρότητα με την οποία μεταχειρίστηκαν οι Βέλγοι αποικιοκράτες τους Κονγκολέζους
(συγκριτικά, πιο ήπιοι ήσαν οι Γάλλοι στο γειτονικό, και κατά πολύ μικρότερο,
Γαλλικό Κονγκό).
Με τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ήρθε το κύμα των αντιαποικιακών αγώνων
στην αφρικανική ήπειρο. Ετσι, μετά την Γκάνα, το 1957, ακολούθησε πλήθος κρατών
της υποσαχάριας Αφρικής το 1960, μεταξύ αυτών και του Κονγκό, στις 30 Ιουνίου.
Οι πρώτες ελεύθερες εκλογές έφεραν στην πρωθυπουργία τον πρώην ταχυδρομικό
υπάλληλο Πατρίς Λουμούμπα, με πρόεδρο τον Ζοζέφ Καζαβούμπου. Ως αρχηγό του
γενικού επιτελείου στρατού ο Λουμούμπα τοποθέτησε τον αξιωματικό Μομπούτου
Σέσε-Σέκο.
Η ελπίδα όμως κράτησε ελάχιστα. Πολύ σύντομα η χώρα βυθίστηκε σε αναρχία και
χάος, με στάσεις των Κονγκολέζων στρατιωτών, ταραχές, απόσχιση της πλούσιας σε
ορυχεία Κατάνγκα, στροφή του Λουμούμπα για βοήθεια προς την ΕΣΣΔ (ίσως το
μοιραίο του λάθος), σε αντίθεση με τον Μομπούτου στο πρόσωπο του οποίου Βέλγοι
και Αμερικανοί βρήκαν τον ιδανικό συνεργάτη. Τον Ιανουάριο του 1961, ο ίδιος ο
Μομπούτου έδωσε τη διαταγή να συλληφθεί ο Λουμούμπα και να ξυλοκοπηθεί
δημοσίως. Αργότερα στάλθηκε στην Κατάνγκα όπου ο κυβερνήτης της, Μόιζ Τσόμπε,
συντόνισε την εκτέλεσή του. Οπως παραδέχθηκε ένας από τους εκτελεστές του
Λουμούμπα, φρόντισε να αφαιρέσει δύο δόντια απ’ το πτώμα του για σουβενίρ...
Τσε Γκεβάρα
Ο Μομπούτου ανέλαβε και επισήμως τη διακυβέρνηση της χώρας το 1965,
επιβάλλοντας ένα στυγνό δικτατορικό καθεστώς. Θα παρέμενε στην εξουσία έως το
1997. Σύμφωνα με ειδικούς, αυτά τα τριάντα χρόνια του Μομπούτου (ο οποίος
μιμήθηκε και ίσως και να ξεπέρασε σε αγριότητα τις πρακτικές των αποικιοκρατών)
ήταν η οριστική καταδίκη του Κονγκό, μιας χώρας με εξαιρετικές υποδομές,
οργάνωση και ανθηρή οικονομία την εποχή που ανέλαβε τα ηνία της χώρας και παρά
την κοινωνικοποίηση ξένων επιχειρήσεων που ο ίδιος επέβαλε, αρχές της δεκαετίας
του ’70. Τότε, πραγματοποίησε τη λεγόμενη «ζαϊροποίηση» και το Κονγκό
μετονομάστηκε σε Ζαΐρ. Οταν πάντως εκδιώχθηκε από τη χώρα, από τον Λορέν
Καμπιλά, το Ζαΐρ –που μετονομάστηκε πλέον σε Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό– ήταν
ήδη χρεοκοπημένο.
Οχι ότι δεν υπήρξαν προσπάθειες ανατροπής του. Κάποιες από αυτές ήταν κάπως
αστείες. Παράδειγμα, το 1965 κατέφτασε στο Κονγκό ο Τσε Γκεβάρα, γεμάτος
επαναστατικό ζήλο, για να οργανώσει την ανατροπή του Μομπούτου. Τα επαναστατικά
όνειρα του Τσε όμως γκρεμίστηκαν με την αποτυχημένη ανατίναξη ενός
υδροηλεκτρικού σταθμού. Αηδιασμένος από το «πόσο άχρηστοι ήταν ως επαναστάτες
οι Κονγκολέζοι σύντροφοί του», αποσύρθηκε διακριτικά στην Τανζανία και δεν
επέστρεψε ποτέ στο Κονγκό.
Εκτός όμως από μια κατεστραμμένη οικονομία, ο Μομπούτου άφησε κληρονομιά και
μια κουλτούρα άγριας, αποχαλινωμένης βίας σε ολόκληρη τη χώρα. Σύμφωνα με
αναλυτές, το σοβαρότερο σφάλμα του ήταν να συμμαχήσει με τη φυλή Χούτου της
Ρουάντας, στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές εκείνης του ’90,
θέτοντας έτσι τα θεμέλια για την αιματηρή κρίση που μαστίζει τη χώρα έως
σήμερα. Και αυτό διότι με το πέρας της γενοκτονίας στη Ρουάντα (1994), όπου οι
Χούτου φόνευσαν περίπου 1,5 εκατομμύριο της φυλής Τούτσι, οι πρώτοι έλαβαν
πρόσκληση από τον Μομπούτου να εισέλθουν στο Κονγκό για προστασία.
Ο ερχομός των χιλιάδων Χούτου στο ανατολικό Κονγκό έφερε το τέλος του
Μομπούτου, όταν τον ανέτρεψε ο Λορέν Καμπιλά με τη στήριξη των Τούτσι από τη
Ρουάντα, καθώς και στρατευμάτων από την Ουγκάντα (ο Μομπούτου κατέφυγε στο
Μαρόκο όπου πέθανε από καρκίνο του προστάτη).
Ομως και αυτή η συμμαχία αποδείχθηκε βραχύβια. Για την ακρίβεια, από το 1998
και μετά άρχισε ο ένας να μάχεται τον άλλο. Κάπως έτσι ξεκίνησε ο Μεγάλος
Αφρικανικός Πόλεμος, στον οποίο αναμείχθηκαν ακόμα χώρες όπως η Ζιμπάμπουε, το
Τσαντ, η Ανγκόλα και η Ναμίμπια, καθώς και χιλιάδες μισθοφόροι από τη Δύση, με
τους νεκρούς να ξεπερνούν τα τέσσερα εκατομμύρια ανθρώπους. Πόσοι άραγε
γνωρίζουμε στη Δύση γι’ αυτό τον πόλεμο;
Σήμερα, δυστυχώς, η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, ένας από τους πιο όμορφους
τόπους στον πλανήτη, θεωρείται κάτι σαν «χαμένη υπόθεση», «παγκόσμια πρωτεύουσα
των βιασμών» και με την ανεξέλεγκτη, σαδιστική βία λογής λογής ανταρτικών και
παραστρατιωτικών ομάδων να κυριαρχεί. Τον Μάρτιο του 2001, ο Λορέν Καμπιλά
δολοφονήθηκε από τους σωματοφύλακές του. Οκτώ ημέρες αργότερα τον διαδέχθηκε ο
γιος του, Ζοζέφ. Ο τελευταίος κυβερνά έως σήμερα. Υποτίθεται ότι πρέπει να
προχωρήσει σε εκλογές. Δεν δείχνει όμως ιδιαίτερα πρόθυμος να κάνει κάτι
τέτοιο...
Τι πρέπει να διαβάσετε
• Mark Twain, «Τυράννων μονόλογοι», μτφρ. Νάσος
Ταρκαζίνης, σημειώσεις Κατερίνα Σχινά, εκδ. Παπαδόπουλος.
• Τζόζεφ Κόνραντ, «Η καρδιά του σκότους», μτφρ.
Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Ερατώ.
• Ρίσαρντ Καπισίνσκι, «Εβενος, το χρώμα της Αφρικής»,
μτφρ. Ζώγια Μαυροειδή, εκδ. Μεταίχμιο.
• Ρόναν Μπένετ, «Ουδέτερος παρατηρητής», μτφρ. Χίλντα
Παπαδημητρίου, εκδ. Πόλις.
• Μάριο Βάργκας Λιόσα, «Το όνειρο του Κέλτη», μτφρ.
Μαργαρίτα Μπονάτσου, εκδ. Καστανιώτη.
• Γιώργος Ρούβαλης, «Congo Cha Cha», εκδ. Απόπειρα.
• Γεώργιος Αντύπας, «Οι Ελληνες του Βελγικού Κονγκό»,
ιδιωτική έκδοση.
• Ούγκο Κλάους, «Οι φήμες», μτφρ. Γιάννης Ιωαννίδης, εκδ.
Καστανιώτη.
• David Van Reybrouck, «Congo. The Epic History of a People», εκδ. Ecco.
• Tim Butcher,
«Blood River. The Terrifying Journey Through
the World’s Most Dangerous Country», εκδ. Grove Press.
• Thomas
Turner, «Congo
Wars. Conflict, Myth & Reality», εκδ. Zed Books.
• Adam
Hochschild, «King Leopold’s Ghost. A Story of Greed, Terror, and Heroism in
Colonial Africa», εκδ. Houghton Mifflin.
• Michela
Wrong, «In the Footsteps of Mr. Kurtz», εκδ. Harper Perennial.
• Graham
Greene, «A Burnt-Out Case», εκδ. Penguin Classics.