Φέτος μάθαμε την ιστορία των 2 παγκοσμίων πολέμων καθώς και άλλων
μικρότερης εμβέλειας. Πόσο πιθανό είναι το ξέσπασμα στο μέλλον ενός 3ου
πολέμου;
Η αίσθηση πάντως που έχουμε είναι ότι η ειρήνη που βιώνουμε (όχι σ’ όλη τη γη) είναι αυτονόητη και
διαρκής. Ωστόσο, η ιστορία έχει επαναληφθεί. Διαβάστε με προσοχή το παρακάτω
σενάριο
Του
Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Την
Πρωτοχρονιά του 1914, η Ευρώπη υποδεχόταν τον καινούργιο χρόνο με αισιοδοξία.
Σχεδόν έναν αιώνα από το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων, η Γηραιά Ηπειρος
απολάμβανε τη μεγαλύτερη περίοδο σταθερότητας, σε πείσμα κάποιων γεωγραφικά και
χρονικά περιορισμένων συγκρούσεων, όπως ο Κριμαϊκός, ο Γαλλοπρωσικός και ο
Ρωσοτουρκικός πόλεμος. Το πρώτο κύμα της οικονομικής παγκοσμιοποίησης –από
ορισμένες απόψεις, πιο προχωρημένο από το σημερινό– και η ταχύτατα αυξανόμενη
φονική ισχύς των σύγχρονων οπλικών συστημάτων έκαναν το ενδεχόμενο ενός μεγάλου
πολέμου να φαντάζει σαν το άκρον άωτον της απιθανότητας. Δεν έλειπαν βέβαια και
οι Κασσάνδρες, αλλά οι πολλοί ασπάζονταν τη θεώρηση του Ιβάν Μπλοχ, ενός
Πολωνού επιχειρηματία, ο οποίος το 1899, στη μελέτη του «Είναι άραγε δυνατός
ένας νέος πόλεμος;», έγραφε:«Ο πόλεμος στον οποίο θα ριχτούν τα μεγάλα έθνη... οπλισμένα μέχρι τα νύχια, χρησιμοποιώντας όλους τους πόρους τους, σε μια πάλη ζωής ή θανάτου, είναι ένας πόλεμος που μέρα με τη μέρα γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο να πραγματοποιηθεί. Ενας πόλεμος μεταξύ του Τρίπτυχου (Γερμανία, Αυστρία, Ιταλία) και της γαλλορωσικής συμμαχίας έχει γίνει εντελώς αδύνατος. Οι διαστάσεις των σημερινών πολεμικών εξοπλισμών και η οργάνωση της κοινωνίας έχουν κάνει την επιδίωξή του οικονομικά αδιανόητη».
Υπήρχαν βέβαια κάποια σύννεφα στον ορίζοντα. Η εξέγερση των εθνικιστών Μπόξερ στην Κίνα και ο πόλεμος των Μπόερς στη Νότια Αφρική αποκάλυπταν σημάδια υποχώρησης της μόνης υπερδύναμης, της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, όπου «ο ήλιος δεν έδυε ποτέ». Το Ανατολικό Ζήτημα, δηλαδή η διάλυση σε αργή κίνηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, απειλούσε να αποσταθεροποιήσει το στάτους κβο στην Ευρώπη, μια απειλή την οποία οπωσδήποτε δεν καθησύχαζε ο πυρετός ναυτικών εξοπλισμών στη Γερμανία. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και τον Μάιο του 1914 ο Βρετανός υφυπουργός Εξωτερικών έγραφε στον πρέσβη της χώρας του στο Βερολίνο: «Οπως θα διαπιστώσεις, τίποτα δεν κινείται αυτή την εποχή στην Ευρώπη και αν δεν είχαμε τις φασαρίες στο Μεξικό, θα υποφέραμε από πλήξη».
Ο Φρίντριχ Ενγκελς
Πολύ νωρίτερα, τον Δεκέμβριο του 1887, ο Φρίντριχ Ενγκελς είχε διατυπώσει μια εντελώς διαφορετική πρόβλεψη. Διαβλέποντας την κλιμακούμενη αντιπαλότητα των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών, ο στενός φίλος και συνεργάτης του Μαρξ έγραφε:
«Ο μόνος πόλεμος που μπορεί πλέον να εξαπολύσει στο μέλλον η Πρωσία- Γερμανία θα είναι ένας παγκόσμιος πόλεμος, η έκταση και το επίπεδο βίας του οποίου ξεφεύγουν από την ανθρώπινη φαντασία. Οκτώ με δέκα εκατομμύρια στρατιώτες θα αλληλοεξοντωθούν, απογυμνώνοντας την Ευρώπη σαν σμήνος ακρίδων. Θα πρόκειται για έναν Τριακονταετή Πόλεμο συμπυκνωμένο μέσα σε τέσσερα έως πέντε χρόνια και απλωμένο σε ολόκληρη την ήπειρο. Πείνα, επιδημίες, καθολική παλινδρόμηση στη βαρβαρότητα, τόσο των στρατών όσο και των λαών, εξαιτίας της οξύτατης δυστυχίας... Μόνο μία συνέπεια αυτού του πολέμου είναι απολύτως βέβαιη: η παγκόσμια εξάντληση και η δημιουργία προϋποθέσεων για την τελική νίκη της εργατικής τάξης».
Δύσκολα θα βρει κανείς ιστορική πρόβλεψη τέτοιας βαρύτητας που να επιβεβαιώθηκε με τόσο ανατριχιαστική ακρίβεια. Μόλις δύο μήνες μετά την αφόρητη «πλήξη» του Βρετανού πολιτικού, ξεσπούσε ο Μεγάλος Πόλεμος, που κράτησε τεσσαράμισι χρόνια, κόστισε τη ζωή εννέα εκατομμυρίων ανθρώπων, αποδιοργάνωσε την παγκόσμια οικονομία, πυροδότησε αλυσιδωτές επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις και στάθηκε καταλύτης για την εμφάνιση του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο.
Ανησυχητικές αναλογίες
Θα
ήθελε να πιστέψει κανείς ότι τα παθήματα έχουν γίνει μαθήματα, ιδίως σε μια
εποχή όπου η ύπαρξη πυρηνικών όπλων υπενθυμίζει διαρκώς τον αφορισμό του
Αϊνστάιν ότι, αν υπάρξει τρίτος παγκόσμιος πόλεμος, τότε ο τέταρτος θα γίνει με
ακόντια και ρόπαλα. Αλλωστε, η διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης αναθέρμανε τα
όνειρα του Ιμάνουελ Καντ για
μια «διαρκή
ειρήνη». Τι λόγο έχουν οι σημερινές μεγάλες δυνάμεις, που δεν χωρίζονται από
ιδεολογικές διαφορές, που είναι εμπορικοί εταίροι, υιοθετούν λίγο-πολύ
δημοκρατικές πολιτικές μορφές, ανήκουν στην ίδια φυλή και πιστεύουν στον ίδιο
Θεό, να ξαναμπλεχτούν σε ολέθριες αναμετρήσεις;Πολύ καθησυχαστικά όλα αυτά, μόνο που και η Βρετανία και η Γερμανία στις αρχές του εικοστού αιώνα ήταν συγγενείς λαοί, στενοί εμπορικοί εταίροι, με παρόμοιο κοινωνικό σύστημα, κοινή θρησκεία, χωρίς ιδιαίτερες ιδεολογικές διαφορές. Το γεγονός ότι όλα αυτά δεν εμπόδισαν τα δύο ισχυρά κράτη να αποδυθούν σε έναν αδυσώπητο αγώνα αλληλοεξόντωσης υποδηλώνει ότι οι πόλεμοι δεν ξεσπούν γιατί κάποιες αρρωστημένες ιδέες μολύνουν ξαφνικά, υπό την επίδραση ποιος ξέρει ποιων δαιμονικών παραγόντων, τις καρδιές μιας αγνής ανθρωπότητας. Ξεσπούν γιατί βαθύτερες στοιχειακές δυνάμεις ανταγωνιστικών συμφερόντων ωθούν τα έθνη προς τον έσχατο παραλογισμό, επινοώντας ταυτόχρονα τις ιδέες εκείνες που εκλογικεύουν τον παραλογισμό και εξαγνίζουν τη βαρβαρότητα.
«Οι αναλογίες (με το 1914) παραμένουν ανησυχητικές», διαπίστωνε την περασμένη εβδομάδα το βρετανικό περιοδικό Economist. «Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν πάρει τη θέση της Βρετανίας, της φθίνουσας υπερδύναμης, η οποία δεν μπορεί να εγγυηθεί την παγκόσμια ασφάλεια. Ο κύριος εμπορικός εταίρος της, η Κίνα, παίζει σήμερα τον ρόλο της Γερμανίας: μια ανερχόμενη οικονομική δύναμη, που αναπτύσσει με ταχύ ρυθμό τον στρατό της, φουσκωμένη με εθνικιστική αγανάκτηση. Η σύγχρονη Ιαπωνία ενσαρκώνει τον ρόλο της παλιάς Γαλλίας – σύμμαχος του φθίνοντος Ηγεμόνα, μια περιφερειακή δύναμη που βαίνει την κατιούσα...
Αλλά η πιο ανησυχητική αναλογία με το 1914 είναι η αίσθηση της μακάριας αυτοϊκανοποίησης. Οι επιχειρηματίες του σήμερα, όπως και οι επιχειρηματίες του τότε, είναι πολύ απασχολημένοι με το να βγάζουν λεφτά, για να προσέξουν τα ερπετά που μαζεύονται γύρω από τις οθόνες των υπολογιστών τους. Οσο για τους πολιτικούς, παίζουν με τα εθνικιστικά αισθήματα όπως έκαναν οι προκάτοχοί τους, πριν από 100 χρόνια».
Ας προσθέσουμε μία ακόμη ανησυχητική υπόμνηση. Οσο και αν μας ανακουφίζει να εξορκίζουμε ως «Κασσάνδρες» τις ενοχλητικές φωνές, γεγονός παραμένει ότι η Κασσάνδρα είχε, εν τέλει, δίκιο.