Πριν λίγο καιρό
συμμετείχα σε έναν αξιόλογο διαγωνισμό δημιουργικής γραφής διηγήματος με θέμα «Το
νερό». Στην κριτική επιτροπή (εξ ου και
το “αξιόλογος”) συμμετείχαν οι αναγνωρισμένοι συγγραφείς: Ισίδωρος Ζουργός, Σοφία
Νικολαΐδου, Γιώργος Κορδομενίδης και Θωμάς Κοροβίνης. Το διήγημά μου με τίτλο “Υδροφόρος
ορίζοντας”έλαβε διάκριση και θα συμπεριληφθεί στο βιβλίο που θα εκδοθεί σε λίγο
καιρό μαζί με τα υπόλοιπα διακριθέντα διηγήματα.
Παρακάτω παραθέτω
το διήγημα : (σας συνιστώ αργή ανάγνωση , όπως όταν διαβάζουμε ποίηση).
ΥΔΡΟΦΟΡΟΣ ΟΡΙΖΟΝΤΑΣ
Δεν τον χωρούσε το κρεβάτι κι ας
ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς κι απόκριση δεν
έπαιρνε. Σαν το βαρύ στομάχι. Ορισμένα πράγματα δεν χωνεύονται εύκολα.
Πώς
έφτασε ως εδώ; Ποιοι τον έσπρωξαν; Ποιο μερίδιο του πρέπει;
Απαντήσεις
πολλές κι απάντηση καμία. Για την ακρίβεια μόνο μία. Το πρωί στις δέκα θα
χτυπούσε το κουδούνι ο δικαστικός επιμελητής. And, game over.
Όλη
η ζωή σε μια βαλίτσα. Και τι να πρωτοχωρέσει κι αυτή; Το παρόν του; Το παρελθόν
του;
Το
μέλλον του.
Δυο
τρία ρούχα χειμώνα καλοκαίρι, κάνα δυο αλλαξιές εσώρουχα, ένα δεύτερο ζευγάρι
παπούτσια, ένα πιρούνι, ένα κουτάλι, το αγαπημένο του καπέλο, ένα σεντόνι, μια κουβέρτα και δυο βιβλία για προσκέφαλο. Κι
έναν σουγιά. Για καλό, για κακό. Την ήξερε τη ζωή. Αλλά με αμπαρωμένη την πόρτα
το βράδυ.
Πέταξε πέρα το πάπλωμα, ντύθηκε
πρόχειρα κι έσβησε το φως. Από συνήθεια κλείδωσε και την πόρτα. Κατέβηκε, άναψε
τσιγάρο, το φύσηξε δυνατά σηκώνοντας το κεφάλι καθώς πήρε να βηματίζει στον
έρημο σχεδόν από ανθρώπους κι αυτοκίνητα δρόμο της πόλης. Η βροχή είχε κοπάσει
αλλά ο καιρός ήταν φορτωμένος. Όσοι είχαν απομείνει έξω βιάζονταν να
επιστρέψουν προσδοκώντας έναν ξεκούραστο ύπνο. Ευτυχώς, δεν κινδύνευε να έρθει
πρόσωπο με πρόσωπο με γνωστούς του. Όλοι
σ’ αυτήν την πόλη τού ήταν άγνωστοι. Ίσως, κάποιος παλιός πελάτης. Αλλά, τέτοιος είχε καιρό να διαβεί το κατώφλι
του μαγαζιού. Τάχυνε το βήμα του να φτάσει μέχρι την κοντινή πλατεία. Στη
βιασύνη του πάτησε μια λακκούβα με λασπόνερα και τα μπατζάκια του παντελονιού
του ζωγραφίστηκαν καφέ. Βλαστήμησε κάτι καθώς μια σκέψη διαπέρασε το μυαλό του
και μαζί της ένα πρακτικό πρόβλημα. Κοίταξε γύρω του. Ο ήχος του σιντριβανιού
του τράβηξε το βλέμμα. Βάδισε αμέσως κατά κει. Πέταξε πέρα το τσιγάρο του,
ανέβασε το ένα πόδι στο μάρμαρο και βάλθηκε να βουτάει το χέρι του στο παγωμένο
νερό. Να βουτάει και να καθαρίζει. Να καθαρίζει και να βουτάει. Το πρόσωπό του
μονομιάς μαλάκωσε. Ένα αχνό χαμόγελο σχηματίστηκε καθώς κατέβαζε το πόδι του
στον δρόμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου